- ζῴειος
- ζῴειος, α, ον,A animal, opp. ἀνθρώπειος, ἵππειος, Dam.Pr.85.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζώειος — ζῴειος, εία, ον (Μ) [ζώο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ζώο … Dictionary of Greek
ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… … Dictionary of Greek